- μεθόρια
- τα граница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθορία — μεθορίᾱ , μεθόριος lying between as a boundary fem nom/voc/acc dual μεθορίᾱ , μεθόριος lying between as a boundary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορία — μεθόρια, ἡ (Α) [μεθόριος] η εξορία … Dictionary of Greek
μεθορίᾳ — μεθορίᾱͅ , μεθόριος lying between as a boundary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόρια — μεθόριος lying between as a boundary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίας — μεθορίᾱς , μεθόριος lying between as a boundary fem acc pl μεθορίᾱς , μεθόριος lying between as a boundary fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίαι — μεθορίᾱͅ , μεθόριος lying between as a boundary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορίαν — μεθορίᾱν , μεθόριος lying between as a boundary fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθόριος — α, ο, θηλ. και ος (ΑM μεθόριος, ον, Α θηλ. και ία) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ορίων, αυτός που αποτελεί το όριο, το σύνορο δύο χωρών ή επικρατειών (α. «ἡ δὲ Θυρεᾱτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ Λακωνικῆς ἐστιν», Θουκ. β. «μεθόριος γραμμή»)… … Dictionary of Greek
SPARTACUS — I. SPARTACUS Leuconis filius, Satyri nepos, Spartaci pronepos, suscepit oregnum Ponti, A. M. 3614. post patris mortem; Olympiadis centesimae sextae annô tertiô, tenuitque annos 5. Diodor. Sic. l. 16. Obiit Olymp. 107. ann. 4. succedente fratre… … Hofmann J. Lexicon universale
μεταίχμιος — ο (ΑM μεταίχμιος, ον, Α αιολ. τ. πεδαίχμιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταίχμιο α) σημείο διαχωρισμού ανάμεσα σε δύο αντίθετες καταστάσεις («στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου») β) κρίσιμο, επικίνδυνο σημείο μσν. το ουδ. ως ουσ. αβεβαιότητα αρχ … Dictionary of Greek